Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Η γνησιότητα και η ποιότητα του λαδιού ξεχωρίζει από τη γεύση !


Η γλωσσική δοκιμή είναι κριτήριο συνήθως αλάνθαστο. Υπάρχουν διεθνώς ειδικοί γευσιγνώστες οι οποίοι σε συνδυασμό με την οσμή και τα αρώματα χαρακτηρίζουν την ποιότητα του λαδιού.
Τέλος, η ποιότητα του λαδιού κρίνεται όχι από το λάρυγγα αλλά από τον ουρανίσκο.
Για την ποιότητα του ελαιολάδου σε εργαστήριο έχουμε τη δυνατότητα να ελέγξουμε την οξύτητα (τα οξέα, τα υπεροξείδια) και ειδικότερα τους τρεις συντελεστές ελέγχου της ποιότητάς του:
Το δείκτη ΔΚ που χρησιμοποιείται για τη διάκριση μεταξύ παρθένου ελαιολάδου και παρθένου ελαιολάδου σε ανάμιξη με ραφινέ ελαιόλαδο.
Το δείκτη Κ232 που αποτελεί μέτρο πρωταρχικής οξείδωσης.
Το δείκτη Κ270 που οφείλεται σε δευτερογενή προϊόντα οξείδωσης που μπορεί να παραχθούν κατά την επεξεργασία του προϊόντος.
Επίσης, μπορούμε να ελέγξουμε την περιεκτικότητα του λαδιού σε βιταμίνες, χλωροφύλλη, φαιοφυτίνες, πολυφαινόλες και τέλος την απαλλαγή του από βαρέα μέταλλα, τα αιθέρια έλαια και τα αρωματικά του.
Οι βασικές κατηγορίες ελαιολάδου είναι τέσσερις: εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, παρθένο ελαιόλαδο, ελαιόλαδο από εξευγενισμένα και παρθένα ελαιόλαδα και το πυρηνέλαιο.
Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο είναι η πιο φυσική κατηγορία ελαιολάδου με τέλειο άρωμα και γεύση. Η οξύτητά του δεν ξεπερνά το 0,8ο. Έχει έντονη φρουτώδη γεύση και άρωμα φρεσκοκομμένου καρπού ελιάς.
Το παρθένο ελαιόλαδο είναι φυσικό ελαιόλαδο με ευχάριστη γεύση και οσμή. Η οξύτητά του φτάνει έως 1,5ο. Είναι επίσης πολύ καλής ποιότητας ελαιόλαδο.
Το μίγμα επεξεργασμένου (ραφιναρισμένου) ελαιολάδου και παρθένου για να βελτιωθούν τα χαρακτηριστικά του έχει οξύτητα που δεν ξεπερνά το 3,3ο. Συνήθως στην ετικέτα της συσκευασίας του αναγράφεται ως << ελαιόλαδο >>.
Το πυρηνέλαιο είναι ένα από τα υποπροϊόντα της διαδικασίας παρασκευής του ελαιολάδου. Παράγεται από τον πυρήνα του καρπού της ελιάς. Η ποιότητά του υπολείπεται από την καλή ποιότητα του ελαιολάδου.
Ορισμένες φορές γίνεται ανάμιξη ραφιναρισμένου πυρηνέλαιου και παρθένου ελαιόλαδου (με εξαίρεση την κατηγορία ελαιόλαδου λαμπάντε), ώστε να βελτιωθεί η οξύτητά του.