Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Μειώνεται ο αγροτικός πληθυσμός


 
Η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού αποτελεί σήμερα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας. Το γεγονός της προχωρημένης ηλικίας του συνόλου των γεωργών στη χώρα μας μοιάζει με τροχοπέδη για τη διάχυση τεχνογνωσίας, την υιοθέτηση νέων πρακτικών, την εφαρμογή καινοτομιών και την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες στη διεθνή αγορά των “γεωργικών” προϊόντων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για την Ελλάδα το ποσοστό των απασχολουμένων στη γεωργία μειώθηκε κατά 40,5% (από 23,9% το 1990 σε 17% το 2000), ποσοστό περίπου ίσο με αυτό της δεκαετίας του '60 -μια περίοδο έντονης μείωσης του αγροτικού πληθυσμού και των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα λόγω της μετανάστευσης. Σχετικά με την ηλικιακή διάρθρωση των κατοίκων στις αγροτικές περιοχές, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 18,74% στις κυρίως αγροτικές περιοχές και το 16,7% στις ενδιάμεσες αγροτικές, έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών. Ο αντίστοιχος δείκτης για τις αστικές περιοχές είναι 15,9%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρώην ΕΣΥΕ , το ποσοστό των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα στις κυρίως αγροτικές περιοχές, ανέρχεται σε 29,3%. Όσον αφορά στην αναλογία των νέων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας σε σχέση με τους γηραιότερους που αποχωρούν, στις κυρίως αγροτικές περιοχές διαμορφώνεται σε 1,02, ενώ στις αστικές περιοχές σε 0,94. Στοιχεία του 1997 του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΣΕΕ, για το επίπεδο μόρφωσης στον πρωτογενή τομέα, δείχνουν ότι το 69,5% έχει απολυτήριο Δημοτικού, το 10,2% έχει τελειώσει μερικές τάξεις του Δημοτικού, το 4,1% δεν πήγε καθόλου σχολείο, το 7,6% έχει απολυτήριο τριών τάξεων της Μέσης Εκπαίδευσης, το 7,4% έχει απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης, το 0,7% έχει πτυχίο Ανώτερης Σχολής και μόλις το 0,5% έχει πτυχίο Ανωτάτων Σχολών. Εντονότατο είναι το πρόβλημα της "διαδοχής", αφού η αναλογία των γεωργών ηλικίας μικρότερης των 35 ετών, έναντι των γεωργών ηλικίας άνω των 55 ετών, βρίσκεται στο 0,13, αντικατοπτρίζοντας εύλογα το πρόβλημα γήρανσης, σε μια περίοδο που η γνώση αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα.